απύρωτος
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπύρωτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει πυρωθεί ή ζεσταθεί
αρχ.
1. (για σκεύη) αυτός που δεν έχει τεθεί στη φωτιά, αμεταχείριστος, καινούργιος
2. άβραστος, αμαγείρευτος
3. φρ. «απύρωτος σελήνη» (για τη σελήνη σε έκλειψη).