ἀπύρωτος
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
[ῠ], ον, not exposed to fire, brand-new, φιάλη Il.23.270; uncooked, Thphr. De Odoribus 10; of the moon in eclipse, not fiery, Placit.2.29.2; incombustible, Thphr. De Lapidibus 19,22.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 que no se ha puesto al fuego, nuevo φιάλη Il.23.270, Nonn.D.37.700.
2 no cocido de alimentos, Thphr.Od.10.
3 no encendido μέρος de la luna en un eclipse Plu.2.891e, cf. Placit.2.29.2.
4 que no arde, incombustible λίθος Thphr.Lap.22, κίσσηρις, τέφρα Thphr.Lap.19.
German (Pape)
[Seite 341] Hom. Iliad. 23, 270 ἀμφίθετον φιάλην ἀπύρωτον, die noch nicht in's Feuer gekommen ist, oder die zum Gebrauche im Feuer gar nicht bestimmt ist, vgl. Athen. 11, 501 b u. s. ἄπυρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n'a pas encore vu le feu;
2 non enflammé, qui ne brille pas.
Étymologie: ἀ, πυρόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπύρωτος: (ῠ)
1 не бывший на огне, т. е. не бывший в употреблении (φιάλη Hom.);
2 неосвещенный, темный (τὸ τῆς σελήνης μέρος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπύρωτος: [ῠ], -ον, ὁ μὴ τεθεὶς ἐπὶ τοῦ πυρὸς, ἢ ὁ μὴ εἰς πῦρ χρήσιμος, ὡς τὸ ἄπυρος, φιάλη Ἰλ. Ψ. 270· ἐπὶ τῆς σελήνης ἐν ἐλείψει, Πλούτ. 2. 891Ε.
English (Autenrieth)
= ἄπυρος (i. e. brand new), φιάλη, Il. 23.270.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπύρωτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει πυρωθεί ή ζεσταθεί
αρχ.
1. (για σκεύη) αυτός που δεν έχει τεθεί στη φωτιά, αμεταχείριστος, καινούργιος
2. άβραστος, αμαγείρευτος
3. φρ. «απύρωτος σελήνη» (για τη σελήνη σε έκλειψη).
Greek Monotonic
ἀπύρωτος: [ῠ],-ον (πῠρόω), αυτός που δεν έχει εκτεθεί ακόμη στη φωτιά, σε Ομήρ. Ιλ.