έκλειψη

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔκλειψις)
1. (για ουράνιο σώμα) μερική ή ολική συσκότιση
2. ο θάνατος σημαντικού ή προσφιλούς προσώπου
3. έλλειψη είδους, καταναλωτικού αγαθού, κ.λπ.
αρχ.
1. εγκατάλειψη
2. απώλεια
3. (ως δικανικός όρος) παράλειψη εμφανίσεως στο δικαστήριο επειδή κάποιος δεν είναι αστός
4. ανάσχεση εξόδου, συγκράτηση.