απώτατος

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀπώτατος, -η, -ον) από
αυτός που βρίσκεται πάρα πολύ μακριά, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο
αρχ.-μσν.
επίρρ. ἀπωτάτω
σε πολύ μεγάλη απόσταση.