αράδα

From LSJ

Greek Monolingual

η (Μ ἀράδα)
1. σειρά, γραμμή
2. σειρά λέξεων, στίχος γραπτού κειμένου
νεοελλ.
φρ.
1. «της αράδας» — μέτριας αξίας, κοινός
2. «πάει με ανθρώπους της αράδας του» — της ίδιας κοινωνικής θέσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < (βενετ.) arada «αλέτρια» ή < ουράδα < ουρά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αραδάρης, αραδιάζω].