αρένα

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀρένα)
η παλαίστρα ή ο στίβος για ταυρομαχίες, ιππομαχίες κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. arena «άμμος»].