αραβάρχης

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἀραβάρχης κ. ἀράβαρχος)
ο διοικητής του αραβικού νομού στην Αίγυπτο.