αραβοσιτάλευρο

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source

Greek Monolingual

κ. αραποσιτάλευρο, το
αλεύρι από αραβόσιτο, καλαμποκάλευρο.