αραθυμιά

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

Greek Monolingual

η (Μ ἀραθυμία)
1. νωθρότητα, τεμπελιά
2. λιποθυμία
3. κακή διάθεση
νεοελλ.
1. στενοχώρια, θλίψη
2. σφοδρή επιθυμία.