Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
ο άρακος βοτ.1. το φυτό πίσον το ήμερον και ο καρπός του, μπιζέλι, αράκι2. το φυτό λάθυρος ο ήμερος, λαθούρι, φάβα.