αραμπατζής

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

ο
οδηγός ή ιδιοκτήτης του αραμπά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. arabaci].