Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αραχνιάζω

From LSJ

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499

Greek Monolingual

1. γεμίζω αράχνες
2. μτφ. εγκαταλείπομαι, ερημώνομαι
3. (μτχ. παθ. πρκμ.) αραχνιασμένος, -η, -ο
α) εγκαταλελειμμένος, έρημος
6) απαίσιος, εξαθλιωμένος
γ) όμοιος με τον ιστό της αράχνης.