αργοτροφώ

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

ἀργοτροφῶ (-έω) (Α)
τρέφομαι χωρίς να εργάζομαι, ζω χωρίς εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (II) + -τροφώ < -τροφος < τροφός < τρέφω (πρβλ. ιπποτροφώ, πωλοτροφώ κ.ά.)].