αργοτροφώ

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324

Greek Monolingual

ἀργοτροφῶ (-έω) (Α)
τρέφομαι χωρίς να εργάζομαι, ζω χωρίς εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (II) + -τροφώ < -τροφος < τροφός < τρέφω (πρβλ. ιπποτροφώ, πωλοτροφώ κ.ά.)].