Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
-ή, -ό
αυτός που χρησιμεύει στην άρδευση, στο πότισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρδευση. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].