ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks
ἀριήκοος, -ον (Α)1. ονομαστός, ξακουστός2. αυτός που ακούει από μακριά, που ακούει χωρίς δυσκολία, ο ευήκοος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + ακούω (με έκταση του αρχικού φωνήεντος στη σύνθεση)].