αριήκοος

From LSJ

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source

Greek Monolingual

ἀριήκοος, -ον (Α)
1. ονομαστός, ξακουστός
2. αυτός που ακούει από μακριά, που ακούει χωρίς δυσκολία, ο ευήκοος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + ακούω (με έκταση του αρχικού φωνήεντος στη σύνθεση)].