αριστοκράτης
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
Greek Monolingual
ο (θηλ. αριστοκράτισσα, η)
(Α ἀριστοκράτης) αυτός που έχει αριστοκρατική καταγωγή
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τους τρόπους και τη συμπεριφορά αριστοκράτη
2. αυτός που ανήκει στην τάξη ή στην πολιτική μερίδα των ευγενών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -κράτης < κράτος «δύναμη, εξουσία». Ο όρος πρωτοεμφανίζεται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους].