ἀριστοκράτης

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστοκράτης Medium diacritics: ἀριστοκράτης Low diacritics: αριστοκράτης Capitals: ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: aristokrátēs Transliteration B: aristokratēs Transliteration C: aristokratis Beta Code: a)ristokra/ths

English (LSJ)

[ρᾰ], ου, ὁ, aristocrat, Asp.in EN182.8.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ aristócrata Asp.in EN 182.8.

Greek Monolingual

ο (θηλ. αριστοκράτισσα, η)
ἀριστοκράτης) αυτός που έχει αριστοκρατική καταγωγή
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τους τρόπους και τη συμπεριφορά αριστοκράτη
2. αυτός που ανήκει στην τάξη ή στην πολιτική μερίδα των ευγενών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -κράτης < κράτος «δύναμη, εξουσία». Ο όρος πρωτοεμφανίζεται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους].