αριστουργός

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

Greek Monolingual

ἀριστουργός, -όν (Μ)
αυτός που κάνει άριστα έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -ουργός < έργον].