φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
ἀριστουργός, -όν (Μ)αυτός που κάνει άριστα έργα.[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -ουργός < έργον].