αριστούργημα
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
το (Μ ἀριστούργημα) αριστουργώ
το αριστοτέχνημα, το υπέροχο έργο
νεοελλ.
1. (κατ' επέκταση) χαρακτηρισμός κάθε έξοχου πράγματος
2. (με το άρθρο) το άριστο από τα έργα κάποιου
3. (ως επιφώνημα, εκδηλώνει θαυμασμό) υπέροχα, έξοχα.