αρμαλιά

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188

Greek Monolingual

ἁρμαλιά, η (Α)
1. ορισμένη ποσότητα τροφής που δίνεται στους δούλους ή στα ζώα, το σιτηρέσιο
2. οι προμήθειες του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η υπόθεση συσχετισμού της λ. με το άρμα (Ι) «τροφή», λόγω της σημασιολογικής συνάφειας των δύο τύπων, προσκρούει στη δασύτητα της λ. αρμαλιά. Το πρόσφυμα -μαλ-(παρεκτεταμένη μορφή ενός αρχικού επιθήματος σε μ-είτε < επίθημα mel-) θα μπορούσε να οδηγήσει σε συσχετισμό του αρμαλιά με το αρμός, που επίσης σχηματίζεται με πρόσφυμα μ-, αλλά διαφέρει σημασιολογικά. Σύμφωνα με νεώτερη άποψη, ο τ. αρμαλιά πιθ. < αρμαρ-ια < (ρίζα) αρ-(αραρίσκω) + (επίθημα) -μαρ-(--) + (κατάλ.) -ια με παρετυμολογικό συσχετισμό προς το αρ- των άρμα, αρμόττω και ανομοιωτική τροπή του ακολουθούντος -λ- σε -ρ-].