αροτήρ

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source

Greek Monolingual

ἀροτήρ, ο (Α) αρώ
1. αυτός που οργώνει, ο ζευγολάτης
2. (για ζώα) αυτό που χρησιμοποιείται στο όργωμα, το καματερό.