αρπάχτης

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. αρπάχτρα) αρπάζω
αυτός που αρπάζει με τη βία ή με δόλο ξένα πράγματα.