ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
-α, -ο (Α ἀρρενογόνος, -ον)νεοελλ.αυτός που έχει σχέση με την αρρενογονίααρχ.1. αυτός που γεννά αρσενικά παιδιά2. ως ουσ. το ἀρρενογόνονονομασία φυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -γόνος < γίγνομαι.