αρρενώ

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source

Greek Monolingual

ἀρρενῶ (-όω) (Α) άρρην
1. καθιστώ ανδροπρεπή, ισχυροποιώ
2. παθ. α) ανδρώνομαι, μπαίνω στην αντρική ηλικία
β) δυναμώνω, γίνομαι ισχυρός.