Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer
ἀρρενῶ (-όω) (Α) άρρην1. καθιστώ ανδροπρεπή, ισχυροποιώ2. παθ. α) ανδρώνομαι, μπαίνω στην αντρική ηλικίαβ) δυναμώνω, γίνομαι ισχυρός.