αρρωστημένος

From LSJ

Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes

Sophocles, Antigone, 472

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει αρρωστήσει
2. ο καχεκτικός
3. αυτός που δεν είναι ζωηρός, κανονικός
4. (για δέντρα) αυτό που δεν είναι δροσερό ούτε υγιές.