αρρύθμιστος

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

-η, -ο (AM άρρύθμιστος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ρυθμιστεί, ο ακανόνιοτος
2. ο ακατέργαοτος.