αρχέχορος

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

ἀρχέχορος, -ον (Α)
ο εξάρχων, αυτός που διευθύνει τον χορό.