αρχίζωος

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

ἀρχίζωος, -ον (Α)
αυτός από τον οποίο αρχίζει ή πηγάζει η ζωή («ἀρχίζωον βάπτισμα», Διον. Αρεοπ.).