αρχίθεος

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

ἀρχίθεος, -ον (Α)
αυτός που ήταν θεός από την αρχή, ο αιώνιος θεός.