αρχίθεος

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source

Greek Monolingual

ἀρχίθεος, -ον (Α)
αυτός που ήταν θεός από την αρχή, ο αιώνιος θεός.