αρχίθεος

From LSJ

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331

Greek Monolingual

ἀρχίθεος, -ον (Α)
αυτός που ήταν θεός από την αρχή, ο αιώνιος θεός.