Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
ο
1. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του αρχαϊσμούς
2. εκείνος που μιμείται αρχαϊκά πρότυπα στην τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαΐζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Π. Χιώτη].