αρχηγίσκος

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

ο
1. ο μικρός στην ηλικία αρχηγός
2. ο ανάξιος, ο ανίκανος αρχηγός
3. ο αρχηγός μικρής ομάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].