αρχικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀρχικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται στην αρχή, ο πρώτος
αρχ.
1. ο ηγεμονικός, αυτός που ανήκει στον άρχοντα
2. ο κατάλληλος για να κυβερνά
3. ο φίλαρχος, ο αρχομανής
4. ο ανώτατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή ή < αρχός].