αρχιτεκτόνημα

Greek Monolingual

το (Α ἀρχιτεκτόνημα) αρχιτεκτονώ
1. το αρχιτεκτονικό έργο, το οικοδόμημα
2. το ευφυές δημιούργημα ή επινόημα.