ἀρχιτεκτόνημα
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
English (LSJ)
-ατος, τό, stroke of art, artifice, Luc.Asin.25.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
proyecto, construcción, plan τοῦ παντὸς κόσμου Eus.Hierocl.6, cf. DE 4.2
•plan, treta Luc.Asin.25.
German (Pape)
[Seite 366] τό, Bauwerk, Gebäude, Sp.; auch übertr., ein Anschlag, Einfall, Luc. Asin. 25.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχιτεκτόνημα: ατος τό досл. постройка, перен. замысел, затея Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιτεκτόνημα: τό, τεχνούργημα, μεταφρ. ἐπινόημα, οἶδα ὅτι ἐπαινέσεσθε το ἀρχιτεκτόνημα Λουκ. Ὄν. 25
Greek Monolingual
το (Α ἀρχιτεκτόνημα) αρχιτεκτονώ
1. το αρχιτεκτονικό έργο, το οικοδόμημα
2. το ευφυές δημιούργημα ή επινόημα.