ασβέστωμα

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monolingual

το ασβεστώνω
η επάλειψη με ασβέστη, το άσπρισμα.