ασελγαίνω

From LSJ

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509

Greek Monolingual

ἀσελγαίνω (Α)-φέρομαι ακόλαστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασελγής (πρβλ. υγιής < υγιαίνω)].