υγιαίνω

From LSJ

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source

Greek Monolingual

ὑγιαίνω, ΝΜΑ ὑγιής
1. είμαι υγιής, χαρακτηρίζομαι από άρτια, φυσιολογική λειτουργία τών διαφόρων μερών του σώματός μου, είμαι γερός
2. (το β' εν. πρόσ. και στη νεοελλ. και το β' πληθ. προστ.) υγίαινε και υγιαίνετε
προσφώνηση από κάποιον που πίνει στην υγεία κάποιου άλλου ή αποχαιρετιστήρια φράση
αρχ.
1. είμαι υγιής στο μυαλό, έχω σώας τας φρένας («οὐχ ὑγιαίνει, ἀλλὰ ληρεῖ τε και μαίνεται», Πλάτ.)
2. (κατ επέκτ.) κρίνω σωστά μια κατάσταση ή ένα ζήτημα που άπτεται κυρίως της πολιτικής ή της θρησκευτικής ζωής (α. «οἱ ὑγιαίνοντες» — οι πολίτες που συμμορφώνονται στους κανονισμούς μιας πολιτείας, σε αντιδιαστολή προς τους ταραξίες και τους επαναστάτες, Πλούτ.
β. «ὑγιαίνουσαι περὶ τοὺς θεοὺς δόξαι», Πλούτ.)
3. (για καταστάσεις, φαινόμενα) είμαι υγιεινός («ὑγιαίνων και τεταγμένος βίος», Πλούτ.)
4. (μτβ.) θεραπεύω, ὑγιάζω
5. (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως επίθ.) ὑγιαίνων
ο υγιής
6. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὑγιαῑνον
το υγιές τμήμα ενός συνόλου («τὸ δὲ ὑγιαῖνον τῆς Ἑλλάδος ἦ ὀλίγον...», Ηρόδ.).