ασελγαίνω

From LSJ

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220

Greek Monolingual

ἀσελγαίνω (Α)-φέρομαι ακόλαστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασελγής (πρβλ. υγιής < υγιαίνω)].