ασκοδάβλα

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀσκοδάβλα)
1. δερμάτινος σίκλος με στεφάνη και λαβή από ξύλο
2. μετάλλινος σίκλος για άντληση νερού από πηγάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ασκός + μσν. δαβλίν ή ταβλίν «μικρό και ελαφρό κιβώτιο»].