ασυννέφιαστος
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για τον ουρανό) ανέφελος, αίθριος, καθαρός
2. αυτός που δεν αντιμετωπίζει προβλήματα ή στενοχώριες, νηφάλιος
3. (για τη ζωή) ευτυχισμένος, χαρούμενος.