Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ασφαλτώδης

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

Greek Monolingual

-ες (Α ἀσφαλτώδης, -ες)
1. αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο ασφαλτούχος
2. αυτός που μοιάζει με άσφαλτο.