ασφαλτώδης
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
Greek Monolingual
-ες (Α ἀσφαλτώδης, -ες)
1. αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο ασφαλτούχος
2. αυτός που μοιάζει με άσφαλτο.