ασχολούμαι

From LSJ

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source

Greek Monolingual

(Α ἀσχολοῦμαι, -έομαι) άσχολος
είμαι απασχολημένος, καταγίνομαι με κάτι.