Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ασύδοτος

From LSJ

Βραδὺς πρὸς ὀργὴν ἐγκρατὴς φέρειν γενοῦ → Ad iram tardus devita impotentiam → Sei zögerlich im Zorn, ertrage ihn mit Macht

Menander, Monostichoi, 60

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αφορολόγητος
2. αυτός που λέει και κάνει ό,τι θέλει
3. απαλλαγμένος από κάθε υποχρέωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-σύν-δοτος «εκείνος που δεν εισφέρει»].