η (AM ἀτονία) άτονοςκαταβολή των δυνάμεων σε διάφορες παθολογικές καταστάσειςνεοελλ.1. χαλάρωση, εξασθένηση2. έλλειψη ή ελάττωση του τόνου ενός ιστού και συχνότερα της συστολικής δύναμης ενός μυώδους οργάνου («ατονία της μήτρας»).