ατσάλι

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source

Greek Monolingual

το (Μ ατσάλι)
1. ο χάλυβας
2. ο θώρακας της πανοπλίας
νεοελλ.
οτιδήποτε έχει μεγάλη αντοχή και είναι σκληρό και άκαμπτο όπως ο χάλυβας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) azzal].