αττικίζω

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

(AM ἀττικίζω) αττικός
μιλώ ή γράφω στην αττική διάλεκτο, μιμούμαι την αττική διάλεκτο
αρχ.
παίρνω το μέρος των Αθηναίων, τάσσομαι με τους Αθηναίους.