οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
(AM αὐλακίζω)1. κάνω αυλάκι σε αγρό ή κήπο2. (για θρήνο) κάνω αυλάκια, γρατσουνιές με τα νύχια στο πρόσωπο.