αυξησίμετρο

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

το
όργανο για τη μέτρηση της αύξησης των διαστάσεων του ανθρώπινου σώματος ή άλλων οργανισμών.